- πλάτυσμα
- το / πλάτυσμα και πλάτυμμα, ΝΜΑτο αποτέλεσμα τού πλατύνω2. κάθε πεπλατυσμένο αντικείμενονεοελλ.1. βοτ. το έλασμα τών φύλλων τών φυτών2. φρ. «μυώδες πλάτυσμα»ανατ. λεπτός πλατύς τετράπλευρος μιμικός μυς τού τραχήλου, που εκτείνεται υποδορίως μεταξύ δελτοειδούς και υποκλειδίου χώρας και κάτω γνάθουμσν.φρ. «τὰ πλατύσματα τῶν κωπῶν» — οι πλάτες τῶν κουπιώναρχ.1. πλάκα («πλάτυσμα κηροῡ», Διοσκ.)2. μεταλλική πλάκα, έλασμα3. έμπλαστρο4. πλατύ γλύκισμα5. πεπλατυσμένος μυς που ανακαλύφθηκε από τον Γαληνό.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατύνω. Ο τ. πλάτυμμα είναι μτγν.].
Dictionary of Greek. 2013.